- χοροστατώ
- χοροστάτησα1. για αρχιερέα, ιερουργώ, προΐσταμαι στην τέλεση της θείας λειτουργίας.2. προΐσταμαι στο χορό (στην εκκλησία ή στο θέατρο).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.