χοροστατώ

χοροστατώ
χοροστάτησα
1. για αρχιερέα, ιερουργώ, προΐσταμαι στην τέλεση της θείας λειτουργίας.
2. προΐσταμαι στο χορό (στην εκκλησία ή στο θέατρο).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χοροστατώ — χοροστατῶ, έω, ΝΜΑ [χοροστάτης] νεοελλ. (για αρχιερέα) προΐσταμαι κατά την τέλεση τής θείας λειτουργίας μσν. αρχ. είμαι χοροστάτης* …   Dictionary of Greek

  • χοροστατώ — χοροστατώ, χοροστάτησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”